- ρινευρυντήρας
- ο, Νιατρ. α) εργαλείο για τη διαστολή τών ρουθουνιών τής μύτηςβ) κύστη που πωματίζει τά ρουθούνια σε περιπτώσεις ρινορραγίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ευρύνω + επίθημα -τήρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρινοδιαστολέας — ο, Ν ιατρ. ο ρινευρυντήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + διαστολέας] … Dictionary of Greek